- σιωπηλότητα
- η, Νη ιδιότητα τού σιωπηλού, το να είναι κανείς σιωπηλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπηλός. Η λ., στον λόγιο τ. σιωπηλότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιώπηση — η / σιώπησις, ήσεως, ΝΑ [σιωπῶ] νεοελλ. 1. σιωπή, σιγή 2. επιβολή σιωπής 3. αποσιώπηση αρχ. 1. η συνήθεια τού να είναι κανείς σιωπηλός, σιωπηλότητα 2. μτφ. προκάλυμμα που αποσκοπεί στην απόκρυψη τής πραγματικότητας, πέπλος … Dictionary of Greek